Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως θέμα την ανάλυση θερμοανακλαστικών υλικών στο δομημένο περιβάλλον. Στα πλαίσια αυτής λοιπόν, εξετάζονται κάποια υλικά και ελέγχεται αν και κατά πόσον μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κατασκευές ή επισκευές κτηρίων με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας μέσω της ανάκλασης θερμότητας. Τα υλικά που εξετάζονται είναι δύο κατηγοριών: βαφές σε υγρή μορφή και χρωστικές σε μορφή πούδρας για σοβά ή μπετόν. Η μελέτη των υλικών περιλαμβάνει τον υπολογισμό του δείκτη ανάκλασης, τη μέτρηση επιφανειακών θερμοκρασιών κατά την έκθεση των υλικών στον ήλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα και την προσομοίωση – μοντελοποίηση της κατάστασης ενός κτηρίου σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας, όταν χρησιμοποιηθούν τα υλικά ως τελική επίστρωση της οροφής του. Ο υπολογισμός του δείκτη ανάκλασης γίνεται μέσω μετρήσεων ποσοστιαίας ανακλαστικότητας σε φασματοφωτόμετρο (για φάσμα που εκτείνεται από το υπεριώδες έως το εγγύς υπέρυθρο) και με χρήση κατάλληλου προτύπου. Για τη μέτρηση των επιφανειακών θερμοκρασιών των δειγμάτων χρησιμοποιούνται ένα καταγραφικό θερμοκρασιών (datalogger) με θερμοζεύγη και μια θερμική κάμερα. Η προαναφερόμενη προσομοίωση γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή και αφορά μόνο τα απαιτούμενα φορτία για τη θέρμανση και την ψύξη του εξεταζόμενου κτηρίου, που είναι το κτήριο Κ1 του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι κάποια από τα υλικά, που εδώ να σημειώσουμε ότι, ως επί το πλείστον, περιείχαν μόνο φυσικής προέλευσης συστατικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως θερμοανακλαστικά, αφού η χρήση τους οδηγεί σε σημαντική μείωση των μελετώμενων ενεργειακών φορτίων, η οποία μπορεί να φτάσει συνολικά ακόμη και στο 8,5 %. Από τη συνολική μελέτη των αποτελεσμάτων, φαίνεται επίσης ότι πολύ σημαντικό ρόλο για το αν ένα υλικό μπορεί να θεωρηθεί ως θερμοανακλαστικό παίζει ο δείκτης ανάκλασης, χωρίς όμως να είναι ο μόνος, αφού πρέπει να συνεκτιμώνται και η χημική σύσταση του εκάστοτε υλικού, το χρώμα του και άλλα στοιχεία.