Τα κτίρια σήμερα αναμένεται όλο και περισσότερο να ανταποκρίνονται σε υψηλότερες και πιο σύνθετες απαιτήσεις επιδόσεων: θα πρέπει να είναι βιώσιμα, να χρησιμοποιούν μηδενική καθαρή ενέργεια, να προάγουν ένα υγιές και άνετο περιβάλλον για τους ενοίκους, να είναι φιλικά προς το δίκτυο, αλλά και οικονομικά στην κατασκευή και συντήρησή τους. Αντικείμενο της παρούσας Προπτυχιακής Διπλωματικής εργασίας αποτελεί η μοντελοποίηση και ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου της Δημοτικής Πινακοθήκης των Χανίων. Κύριος στόχος είναι η διατήρηση των εκάστοτε ιδανικών εσωτερικών συνθηκών περιβάλλοντος που προβλέπονται για χώρους συλλογής και έκθεσης έργων, όπως μουσεία και γκαλερί για τη συντήρηση των εκθεμάτων και την θερμική άνεση των χρηστών. Η πινακοθήκη χαρακτηρίζεται ως μια Νεοκλασική γκαλερί, η οποία στεγάζεται σε τριώροφο κτίριο του 20ου αιώνα. Η μοντελοποίηση του κτιρίου προσομοιώθηκε με το λογισμικό πακέτο Energy Plus και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα δεδομένα των ΤΟΤΕΕ. Με βάσει τα αποτελέσματα της προσομοίωσης του υφιστάμενου κτιρίου αξιολογούνται προτεινόμενα μέτρα ενεργειακής αναβάθμισης που αφορούν τόσο το κέλυφος όσο και τα ενεργειακά συστήματα(εκσυγχρονισμός του συστήματος φωτισμού με χρήση λαμπτήρων LED, η αντικατάσταση των κουφωμάτων με νέα πιστοποιημένα και υψηλής ενεργειακής απόδοσης κουφώματα και τζάμια κ.α.). Επίσης, λαμβάνουν χώρα αλλαγές, όπως η θερμομόνωση στο εσωτερικό των εξωτερικών τοίχων και στο δάπεδο του υπογείου που έρχονται σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον. Γίνεται αναβάθμιση των υφιστάμενων συστημάτων ψύξης και θέρμανσης καθώς και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού συστήματος με τη τεχνική φωτοβολταϊκών κεραμιδιών,ώστε να μην αλλοιώνεται η φύση του κτιρίου. Οι καλύτερες λύσεις, που επιλέχθηκαν σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μεθοδολογία βέλτιστου κόστους, συνδυάστηκαν σε μια τελευταία προσομοίωση. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ή τελική κατανάλωση υπολογίζεται στις 37kWh/m2/ έτος και είναι δυνατή η μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας (77%), η μείωση των εκπομπών CO2 ανέρχεται σε ποσοστό 77% καθώς και οικονομικές (ΑΠΑ= 7 χρόνια και ΕΒΑ=1%) και περιβαλλοντικές βελτιώσεις, αν και τα κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς παρουσιάζουν λιγότερη ευελιξία στην πρόταση μέτρων ενεργειακής απόδοσης. Παράλληλα παρατηρούνται και αναλύονται οι μεταβολές της θερμοκρασίας, της σχετικής υγρασίας και των δεικτών της θερμικής άνεσης με στόχο την ευημερία τόσο των έργων όσο και των ανθρώπων στην Πινακοθήκη, οι τιμές των οποίων κρίνονται ότι βρίσκονται εντός των «ασφαλών» ορίων που τίθενται από την βιβλιογραφία με κάποιες μικρές αποκλίσεις (14°C -33°C, 33%-61% και PMV: -1-1, PPD: 7%-30% αντίστοιχα).Τέλος, τα ευρήματα συμβάλλουν στην ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις βιώσιμες πρακτικές στους εκθεσιακούς χώρους, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των συλλογών τους, την άνεση των χρηστών τους και την ιστορικής τους αρχιτεκτονική. Αξιοποιώντας αυτές τις γνώσεις, ο τομέας μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσεται, διασφαλίζοντας ότι τα πολιτιστικά ιδρύματα με σωστή διαχείριση μπορούν να μειώσουν το ενεργειακό και περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα και ταυτόχρονα να διατηρούν ένα υγιές και ευχάριστο περιβάλλον για τους χρήστες και τα εκθέματα.