Το έργο με τίτλο Αξιολόγηση επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία από την παρουσία των ESKAPE παθογόνων σε περιβαλλοντικά δείγματα από τον/τους δημιουργό/ούς Georgiou Anna διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές
Βιβλιογραφική Αναφορά
Άννα Γεωργίου, "Αξιολόγηση επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία από την παρουσία των ESKAPE παθογόνων σε περιβαλλοντικά δείγματα", Διπλωματική Εργασία, Σχολή Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, Ελλάς, 2025
https://doi.org/10.26233/heallink.tuc.104117
Η αυξανόμενη ανθεκτικότητα των παθογόνων μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά αποτελεί μία από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημόσια υγεία στον 21ο αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της επικινδυνότητας που προκύπτει από την παρουσία των ESKAPE παθογόνων σε περιβαλλοντικά δείγματα, με ιδιαίτερη έμφαση στους μικροοργανισμούς Klebsiella pneumoniae, Staphylococcus aureus και Enterobacter sp. Οι παθογόνοι αυτοί μικροοργανισμοί είναι γνωστοί για την ικανότητά τους να διαφεύγουν της δράσης πολλαπλών αντιμικροβιακών παραγόντων, προκαλώντας ενδονοσοκομειακές και κοινοτικές λοιμώξεις υψηλής νοσηρότητας και θνησιμότητας.Η μελέτη σχεδιάστηκε ώστε να ερευνήσει τόσο την παρουσία των παθογόνων σε περιβαλλοντικά δείγματα, όσο και το προφίλ αντιμικροβιακής αντοχής τους. Πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη δειγματοληψία από διαφορετικά υδάτινα οικοσυστήματα στην περιοχή των Χανίων, όπως παράκτιες ζώνες (Κουμ Καπί, Κουλούρα), επιφανειακό νερό (Λίμνη Αγιάς) και εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων (ΔΕΥΑΧ και ΔΕΥΑΒΑ), κατά το διάστημα Νοέμβριος 2023 – Απρίλιος 2024. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, με στόχο την αποφυγή επιμολύνσεων και την εξασφάλιση της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων.Η ανάλυση των δειγμάτων περιλάμβανε τη χρήση μεθόδων απομόνωσης βακτηριακών στελεχών μέσω διήθησης, καθώς και ελέγχους ευαισθησίας σε αντιβιοτικά (μέθοδος MIC - Minimum Inhibitory Concentration). Οι αντοχές που καταγράφηκαν σε βασικές κατηγορίες αντιβιοτικών όπως οι β-λακτάμες, οι φθοριοκινολόνες και η βανκομυκίνη ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον S. aureus ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη (MRSA) και στη K. pneumoniae ανθεκτική στις καρβαπενέμες, καθώς πρόκειται για βακτήρια που αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.Παράλληλα, εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα της απολύμανσης μέσω ακτινοβολίας UVC, ως εναλλακτικής ή συμπληρωματικής μεθόδου επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, αν και η UVC ακτινοβολία συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του μικροβιακού φορτίου, δεν επέφερε πλήρη αδρανοποίηση των παθογόνων, κυρίως όταν πρόκειται για στελέχη με υψηλά επίπεδα αντοχής. Η αποδοτικότητα της μεθόδου εξαρτήθηκε από παράγοντες όπως η συγκέντρωση βακτηρίων, η διαύγεια του δείγματος και η διάρκεια της έκθεσης.Συνολικά, η έρευνα κατέδειξε ότι οι υδάτινοι πόροι μπορούν να λειτουργούν ως δεξαμενές πολυανθεκτικών μικροοργανισμών, ενισχύοντας τη μετάδοση γονιδίων αντοχής στο περιβάλλον και κατά συνέπεια στον άνθρωπο. Η παρουσία των παθογόνων ESKAPE σε περιβαλλοντικά δείγματα που σχετίζονται με καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η κολύμβηση, η κατανάλωση νερού ή η επαναχρησιμοποίηση λυμάτων, καθιστά αναγκαία την εφαρμογή αυστηρών μέτρων ελέγχου και απολύμανσης.Η αποτελεσματική διαχείριση της αντιμικροβιακής αντοχής προϋποθέτει συνεργασία μεταξύ ερευνητών, πολιτείας, τοπικών αρχών και του ευρύτερου υγειονομικού συστήματος, προκειμένου να εφαρμοστούν πολιτικές που θα μειώνουν τους κινδύνους και θα προλαμβάνουν τη διασπορά των ανθεκτικών παθογόνων.Εν κατακλείδι, η συμβολή της παρούσας μελέτης έγκειται όχι μόνο στην καταγραφή της μικροβιακής επιβάρυνσης σε τοπικό επίπεδο, αλλά και στην ανάδειξη της σημασίας τεχνολογιών απολύμανσης και στρατηγικών πρόληψης. Η κατανόηση των μηχανισμών ανθεκτικότητας και των περιβαλλοντικών διαδρομών μετάδοσης ανοίγει τον δρόμο για μελλοντική έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων, με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.