Η εργασία εξετάζει τη συμβολή της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και των υπόσκαφων κατοικιών στη βιώσιμη ανάπτυξη και τον ενεργειακό σχεδιασμό, με επίκεντρο την Κρήτη. Η αειφόρος ανάπτυξη προϋποθέτει την υπεύθυνη χρήση των φυσικών πόρων, ώστε να διασφαλίζεται η μακροχρόνια βιωσιμότητά τους. Η βιοκλιματική αρχιτεκτονική, ως προσέγγιση φιλική προς το περιβάλλον, αξιοποιεί φυσικά στοιχεία όπως ο ήλιος, ο αερισμός και η θερμοχωρητικότητα των υλικών, μειώνοντας την ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων. Οι υπόσκαφες κατοικίες εκμεταλλεύονται τη φυσική θερμομόνωση του εδάφους, προσφέροντας σταθερό εσωτερικό μικροκλίμα και μειώνοντας τις ανάγκες για ψύξη και θέρμανση. Η μορφολογία και το κλίμα της Κρήτης καθιστούν την εφαρμογή αυτής της αρχιτεκτονικής ιδιαίτερα αποδοτική. Παρουσιάζονται μελέτες περίπτωσης με παραδοσιακές και σύγχρονες εφαρμογές, που αναδεικνύουν τα πλεονεκτήματα των εν λόγω πρακτικών. Τέλος, τονίζεται η σημασία του ενεργειακού σχεδιασμού και της ενσωμάτωσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η υιοθέτηση αυτών των λύσεων μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία βιώσιμων και ανθεκτικών κτιρίων, ιδίως σε περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες, όπως η Κρήτη.